Εδώ και αρκετά χρόνια κυριαρχεί η πεποίθηση, που συντηρείται από τα μέσα μαζικής πληροφόρησης, ότι η επίτευξη μιας επιθυμητής εγκυμοσύνης γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Ποια είναι όμως η πραγματικότητα και πόσο το πως νοιώθουμε εμπλέκεται σε ή επηρεάζεται από αυτή την κατάσταση;
Άγχος και υπογονιμότητα
Η αύξηση του ποσοστού των υπογόνιμων ζευγαριών που παρατηρήθηκε στον δυτικό κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα υποχώρησε τα τελευταία 20 χρόνια όπου το ποσοστό μένει σταθερό. Στην χώρα μας εκτιμάται ότι περίπου 2% των ζευγαριών που προσπαθούν για το πρώτο παιδί και 9% των ζευγαριών που έχουν ήδη τουλάχιστον ένα παιδί δυσκολεύονται στην επίτευξη μιας εγκυμοσύνης. Τις περισσότερες φορές ο οργανικός έλεγχος των υποψήφιων γονέων εντοπίζει το πρόβλημα στον ένα ή και στους δύο. Ενα σημαντικό ποσοστό 10-20% όμως παραμένει χωρίς σαφή παθογένεια. Σε αυτές τις περιπτώσεις το πρόβλημα αποδίδεται στον συνήθη ύποπτο όταν όλα τα άλλα πιθανά οργανικά αίτια αποκλείονται. Το άγχος.
Η πεποίθηση ότι το άγχος προκαλεί υπογονιμότητα με αποτέλεσμα την δυσκολία επίτευξης σύλληψης είναι χρόνια και πολύ διαδεδομένη. Η πεποίθηση αυτή δεν κυριαρχεί μόνο στον κοινό πληθυσμό αλλά και στην γυναικολογική κοινότητα. Πολύ συχνά γυναικολόγοι αφηγούνται περιπτώσεις κάποιας γυναίκας που δυσκολευόταν πολύ να τεκνοποιήσει αλλά κάποια στιγμή αφότου απέκτησε ένα παιδί ή σταμάτησε να ελπίζει ότι θα το πετύχει ποτέ έμεινε έγκυος με ελάχιστη προσπάθεια. Η πραγματικότητα είναι ότι η αντίληψη αυτή δεν είναι απόλυτα τεκμηριωμένη ερευνητικά.
Άγχος και αναπαραγωγικές «υλικά»
Στις μελέτες που υποστηρίζουν ότι το άγχος επιδρά αρνητικά στην γονιμότητα η σύνδεση γίνεται μέσω της αλληλεπίδρασης κάποιων ορμονών. Η υπόθεση είναι ότι ορμόνες που παράγει ο οργανισμός όταν ο στρεσάρεται όπως η αδρεναλίνη, η νοραδρεναλίνη ή η ντοπαμίνη επιδρούν αρνητικά στην λειτουργία ορμονών που προάγουν την ωορηξία όπως η εκλυτική ορμόνη των γοναδοτροπινών (GnRH), η ωχρινοτρόπος ορμόνη (LH) ή η ωοθυλακιοτρόπος ορμόνη (FSH). Στοιχεία επίσης υπάρχουν ότι το άγχος επιδρά αρνητικά και στην ποιότητα του σπέρματος αλλά και με έναν ακόμα πιο ασαφή τρόπο στα γυναικεία αναπαραγωγικά όργανα (καταστώντας τα υπολειτουργικά). Ένα βασικό πρόβλημα αυτών των μελετών είναι ότι η διερεύνηση του ρόλου του στρες στην υπογονιμότητα γίνεται αφού το ζευγάρι έχει χαρακτηριστεί ως υπογόνιμο. Έτσι δεν μπορούμε να ξέρουμε αν το στρες προκαλεί την υπογονιμότητα ή αν είναι το αποτέλεσμα αυτής όπως θα δούμε παρακάτω.
Σε κάθε περίπτωση το υπογόνιμο ζευγάρι αγνώστου αιτιολογίας μπορεί να χρησιμοποιήσει τρόπους μείωσης του άγχους του είτε μέσω ψυχοθεραπείας είτε με απλές τεχνικές χαλάρωσης. Αυτό που σίγουρα δεν βοηθά είναι η συνήθης οδηγία του περίγυρου αλλά και πολλές φορές των ειδικών να χαλαρώσουν (π.χ. “μην αγχώνεστε”, “ξεχάστε το και θα έρθει μόνο του” ). Τέτοιες οδηγίες συχνά προσθέτουν περισσότερο άγχος στο ζευγάρι που επιβαρύνεται με το επιπλέον βάρος ότι δεν μπορεί να καταφέρει κάτι που οι άλλοι αφήνουν να εννοηθεί ότι είναι απλό (να χαλαρώσουν αυτόβουλα).
Ψυχολογικές επιπτώσεις της υπογονιμότητας
Εκεί που οι μελέτες αλλά και η κλινική μας εμπειρία συμφωνούν απόλυτα είναι ότι η δυσκολία απόκτησης παιδιού προκαλεί έντονο άγχος στα μέλη του ζευγαριού. Ο “υπεύθυνος” του προβλήματος ενοχοποιείται ότι η παθολογία του εμποδίζει όχι μόνο τον ίδιο αλλά και τον σύντροφό του να εκπληρώσει μια επιθυμία του. Νοιώθει μια μεγάλη ματαίωση ενώ ταυτόχρονα πλήτεται σημαντικά η αυτοπεποίθησή του. Ψυχολογικά αλλά και κοινωνικά η δυνατότητα τεκνοποίησης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον ανδρικό ή γυναικείο ρόλο. Τα νέα ότι το σπέρμα του δεν επαρκεί για να τεκνοποιήσει κάνει συχνά κάποιον να νοιώθει λιγότερο άντρας και να συγχέει την γονιμότητά του με την σεξουαλική του δυνατότητα («είμαι ανίκανος»). Με τον ίδιο τρόπο μια γυναίκα που μαθαίνει ότι οι σάλπιγγές της είναι φραγμένες και εμποδίζουν την εγκατάσταση του γονιμοποιημένου ωαρίου στην μήτρα, νοιώθει ότι έχει κάποιου είδους αναπηρία που αφαιρεί από την θυλική της υπόσταση.
Το «υγιές» μέλος του ζεύγους τώρα, ενδέχεται να δημιουργήσει θυμό απέναντι στον υπαίτιο της υπογονιμότητας ακόμα και αν συνειδητά θεωρεί ότι κάτι τέτοιο είναι παράλογο. Ένας τέτοιος θυμός εκφράζεται κάποιες φορές παθητικά, όπως με την επίρριψη της κατάσταστης στον Θεό που τους καταράστηκε, ή στην μοίρα που τους εμποδίζει να αποκτήσουν ένα παιδί.
Συχνά επίσης, τα άτομα νοιώθουν ότι χάνουν τον έλεγχο της ζωής όταν συνειδητοποιούν ότι το αν θα αποκτήσουν παιδί εξαρτάται πλέον από την επιτυχία μιας ιατρικής παρέμβασης και όχι από τους ίδιους.
Υπάρχουν περιπτώσεις που η ματαίωση που προκαλεί η ανακάλυψη της υπογονιμότητας μπορεί να οδηγήσει μέχρι την κατάθλιψη. Μια σοβαρή ψυχική διαταραχή με κύριο χαρακτηριστικό της την μείωση της διάθεσης, που ταλαιπωρεί το άτομο για μεγάλο χρονικό διάστημα και δυσχερένει την γενική του λειτουργικότητα. Η κατάθλιψη επηρεάζει επιπρόσθετα την γονιμότητα μειώνοντας την διάθεση του ατόμου να κάνει σεξ ή εφόσον το άτομο λάβει αντικαταθλιπτική αγωγή μέσω σεξουαλικών δυσλειτουργιών που προκαλούν κάποια από αυτά τα φάρμακα.
Υπογονιμότητα και σεξ
Η υπογονιμότητα έχει σημαντικό αντίκτυπο και στην σεξουαλική ζωή του ζευγαριού. Καθώς οι μήνες περνούν και η εγκυμοσύνη δεν έρχεται, το ζευγάρι αρχίζει θορυβημένο να οργανώνει κάτι που μέχρι τότε ήταν αυθόρμητο και έδινε μόνο ικανοποίηση. Αρχίζει να αυξάνει συνειδητά την συχνότητα των επαφών, να εντοπίζει τις γόνιμες μέρες της ωορηξίας, ή και ακόμα και να κάνει σεξ με ένα συγκεκριμένο τρόπο (σε κάποιες συγκεκριμένες στάσεις) για να μεγαλώσει τις πιθανότητες σύλληψης. Τα ζευγάρια σε τέτοιες περιπτώσεις αφηγουνται παραστατικά πώς το σέξ καταλήγει να γίνεται μηχανικό, αγχώδες χωρίς καμία άντληση ικανοποίησης και για τους δύο. Δεν είναι λίγες οι φορές που μια τέτοια κατάσταση οδηγεί σε σεξουαλικές δυσλειτουργίες στην στύση, στην εκσπερμάτιση, στην επίτευξη οργασμού στις γυναίκες ή στην γενικότερη μείωση της επιθυμίας για σεξ.
Υπογονιμότητα και συντροφική αρμονία
Άραγε η δυσκολία να αποκτήσει ένα ζευγάρι παιδί μπορεί να επηρεάσει γενικότερα την σχέση τους; Ή μήπως εδώ ισχύει ότι οι δυσκολίες φέρνουν ένα ζευγάρι πιο κοντά τον έναν στον άλλο; Φαίνεται να συμβαίνουν και τα δύο. Το ότι οι προσπάθειες για τεκνοποίηση αποβαίνουν άκαρπες προκαλεί συγκρούσεις σε κάποια ζευγάρια κυρίως σε αυτά που η επιθυμία να αποκτήσουν παιδί δεν είναι το ίδιο μεγάλη και στους δύο ή σε εκείνα που αντιμετώπιζαν ήδη προβλήματα στη σχέση τους. Ζευγάρια που έχουν ήδη ένα παιδί ή που έχουν μια υγιή σχέση που στηρίζεται στην υψηλή αυτοεκτίμηση του καθενός τους αλλά και στην άντληση ικανοποίησης από κοινά ενδιαφέροντα μπορεί να συνδεθούν συναισθηματικά ακόμα περισσότερο στην προσπάθεια επίλυσης της υπογονιμότητάς τους.
Άγχος και εξωσωματική γονιμοποίηση
Οι ψυχολογικές επιπτώσεις της υπογονιμότητας δεν συνδέονται μόνο με το στάδιο της συνειδητοποίησης του προβλήματος αλλά και με την προσπάθεια που κάνει συχνά το άτομο για να το επιλύσει. Εάν το άγχος επιδρά αρνητικά στην φυσιολογική σύλληψη, κάτι που όπως είπαμε δεν είναι απολύτως σίγουρο, θα υποθέταμε ότι μπορεί να επηρεάζει αρνητικά και στην διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης (IVF). Και σε αυτή την περίπτωση όμως τα στοιχεία δεν οδηγούν προς την ίδια κατεύθυνση. Αν και πολλές έρευνες βρίσκουν μια αρνητική σχέση ανάμεσα στο στρες και σε μια ολοκληρωμένη εγκυμοσύνη μέσω αυτού του τρόπου, υπάρχουν στοιχεία ότι το στρες δεν επηρεάζει την επιτυχία μιας IV γονιμοποίησης ή και το αντίστροφο ότι μπορεί να την επηρεάζει ακόμα και θετικά.
Αυτό που φαίνεται να μην αμφισβητείται όμως είναι το πόσο η διαδικασία μιας εξωσωματικής δημιουργεί άγχος και στους δύο υποψήφιους γονείς. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη αν σκεφτεί κάποιος ότι η διαδικασία προϋποθέτει τακτικές επισκέψεις στην κλινική, διαρκείς ελέγχους, παροχή σπέρματος μέσω αυνανισμού ή μικροεπέμβασης, ενέσεις, λήψη ορμονών και όλα αυτά μερικές φορές για πολλούς κύκλους μέχρι να επιτευχθεί τελικά η πολυπόθητη εγκυμοσύνη.
Ακόμα και μια επιτυχημένη εξωσωματική γονιμοποίηση μπορεί να ενοχοποιήσει κάποιον ότι απέκτησε παιδί με έναν υποδεέστερο τρόπο ή ένα παιδί «διαφορετικό» από αυτά που συλλαμβάνονται φυσιολογικά. Αυτή η κοινωνική ή πολλές φορές αυτοπροκαλούμενη στιγματοποίηση κάνει πολλά ζευγάρια να κρατούν ένα πέπλο μυστικού ή ψέματος γύρω από το πώς απέκτησαν παιδί.